μετεωρίζουσα

μετεωρίζουσα
μετεωρίζω
raise to a height
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μετεωριζούσας — μετεωριζούσᾱς , μετεωρίζω raise to a height pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) μετεωριζούσᾱς , μετεωρίζω raise to a height pres part act fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετεωρίζω — και μετωρίζω (ΑΜ μετεωρίζω, Μ και μετωρίζω) [μετέωρος] 1. σηκώνω κάτι και τό κρατώ ψηλά ώστε να μείνει μετέωρο (α. «τά σκέλη ὑγρὰ μετεωρίζει», Ξεν. β. «ἐγὼ μὲν ἐκ μέσου διαλαβὼν τὸ δόρυ καὶ μετεωρίσας ὑπὲρ κεφαλῆς», Πλούτ.) 2. (μεσοπαθ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”